μελιταίος

μελιταίος
ο
φρ., «μελιταίος πυρετός», λοιμώδης αρρώστια που μεταδίδεται με το άβραστο γάλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελιταίος — α, ο (Α μελιταῑος, α, ον) [Μελίτη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Μελίτη, δηλ. τη Μάλτα, ή αυτός που προέρχεται από το νησί Μελίτη («ἡ δ ἴκτις ἐστὶ μὲν τὸ μέγεθος ἡλίκον Μελιταῑον κυνίδιον τῶν μικρῶν», Αριστοτ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • Μελιταίων — Μελιταῖος of fem gen pl Μελιταῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελιταιέων — Μελιταῖος of masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελιταίοις — Μελιταῖος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελιταίου — Μελιταῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελιταίους — Μελιταῖος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελιταίῳ — Μελιταῖος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίταια — Μελιταῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • Μελιταία — Μελιταίᾱ , Μελιταῖος of fem nom/voc/acc dual Μελιταίᾱ , Μελιταῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”